Η εισβολή του άρματος μάχης στο Πολυτεχνείο δεν σημάδεψε μόνο τους εξεγερμένους, αλλά και τον εικοσάχρονο τότε...
στρατιώτη που είχε διαταχθεί να οδηγήσει το άρμα μέσα στο Πολυτεχνείο.
Τ’ όνομά του Α.Σκευοφύλαξ, αλλά μικρή σημασία έχει. Σημαντικές είναι οι αναμνήσεις ενός ανθρώπου, όπως τόλμησε να τις πει μία και μοναδική φορά σε συνέντευξή του στο Βήμα, στην επέτειο του 2003. Η Ιστορία πολλές φορές κάνει ανθρώπους απλούς, πρωταγωνιστές. Κάποιες φορές αρνητικούς πρωταγωνιστές. Όπως εκείνο το εικοσάχρονο παιδί στο άρμα μάχης. Που τότε όπως εξομολογήθηκε, πίστευε ότι έκανε το καθήκον του εναντίον των «εχθρών κομμουνιστών». Και μετά, όταν η τραγωδία πέρασε και έγινε πολίτης, ψήφισε δύο φορές ΚΚΕ!
Η διήγησή του για εκείνη τη νύχτα ήταν συγκλονιστική:
«Την ημέρα εκείνη ήμουν υπηρεσία. Στον στρατό είχα δέκα μήνες. Ήμουν ...εκπαιδευτής στο Κέντρο Τεθωρακισμένων, στο Γουδή. Τότε οι Μαυροσκούφηδες ήταν σώμα επιλέκτων. Πήγα εθελοντικά. Μόλις άρχισαν τα επεισόδια, μπήκαμε επιφυλακή. “Οι κομμουνιστές καίνε την Αθήνα”, μας έλεγαν και εμείς τους πιστεύαμε. Θυμάμαι στο στρατόπεδο κάποιοι είχαν ραδιοφωνάκια και ακούγαμε στα κρυφά τον σταθμό του Πολυτεχνείου. “Παλιοκουμμούνια, θα καλοπεράσετε!” λέγαμε.
Μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα της 16ης Νοεμβρίου, η ίλη μου πήρε εντολή να ετοιμαστεί για έξοδο. Αποφασίστηκε να βγουν πέντε δικά μας άρματα, κάτι γαλλικά AMX30. Εγώ ήμουν οδηγός στο πρώτο άρμα που βγήκε στον δρόμο. Στο ίδιο άρμα βρίσκονταν ο αξιωματικός Μιχάλης Γουνελάς ως επικεφαλής, ο ανθυπασπιστής Λάμπρος Κωνσταντέλλος ως οδηγός εδάφους, ο λοχίας Στέλιος Εμβαλωμένος και ο Γιάννης Τίρπας.
Στη 1.15 το πρωί της 17ης Νοεμβρίου φτάσαμε στη διασταύρωση των λεωφόρων Αλεξάνδρας και Κηφισίας. Λίγο αργότερα διασχίζαμε την Αλεξάνδρας, όταν στο ύψος του IKA, στη στάση Σόνια, σταματήσαμε γιατί ο δρόμος ήταν κλειστός. Υπήρχαν οδοφράγματα, φωτιές και ακινητοποιημένα λεωφορεία. Με διάφορες μανούβρες αριστερά δεξιά, μπρος πίσω, άνοιξα τον δρόμο και προχωρήσαμε», θυμάται ο κ. Σκευοφύλαξ. Ο δρόμος για τα τανκς ήταν ανοιχτός πλέον προς το Πολυτεχνείο. «Όταν φτάσαμε στη διασταύρωση της λεωφόρου Αλεξάνδρας και της οδού Πατησίων, μας έδωσαν εντολή να σταματήσουμε. Εκεί, στην Πλατεία Αιγύπτου, μείναμε περίπου μία ώρα. Ο κόσμος θυμάμαι ότι μας φώναζε “είμαστε αδέλφια, είμαστε αδέλφια”. Εγώ ήθελα να τους φάω. Τους έβλεπα σαν παράσιτα»!
Δύο το πρωί. «Φτάνοντας μπροστά στην πόρτα, έστριψα το άρμα προς το Πολυτεχνείο, με γυρισμένο το πυροβόλο προς τα πίσω. Θυμάμαι ότι σηκώθηκα από τη θέση μου και εγώ και το άλλο πλήρωμα. Δεκάδες φοιτητές κρέμονταν από τα κάγκελα, ενώ εκατοντάδες βρίσκονταν στον προαύλιο χώρο. Έδειχναν πανικόβλητοι Και εγώ, να σκεφτείς ότι τους έβλεπα σαν μαμούνια που ήθελα να τα φάω»!
Τρεις το πρωί. Τότε ήρθε ο οδηγός εδάφους του άρματος και μου λέει: “Θα μπούμε μέσα, θα ρίξουμε την πύλη. Ετοιμάσου!” Πήρα θέση και ξεκίνησα. Δεν έβλεπα πολλά πράγματα, δεν είχα καλό οπτικό πεδίο γιατί κοιτούσα πλέον από τη θυρίδα του άρματος. Δέκα εκατοστά πριν από την πόρτα, σταμάτησα. Σταμάτησα σκόπιμα. Αυτό φαίνεται στο βίντεο της εποχής. Στο φρενάρισμα, οι φοιτητές τρομαγμένοι έφυγαν προς τα πίσω. Αν έμπαινα με ταχύτητα, θα σκότωνα δεκάδες άτομα που εκείνη τη στιγμή ήταν κρεμασμένα στα κάγκελα. H καγκελόπορτα έπεσε αμέσως. Πίσω από τη σιδερένια πύλη ήταν σταθμευμένο το Μερσεντές το οποίο είχαν βάλει εκεί οι φοιτητές για να φράξουν την είσοδο. Το έκανα αλοιφή. H αριστερή ερπύστρια το έλιωσε. Με το που έπεσε η πύλη του Πολυτεχνείου εισέβαλαν οι αστυνομικοί για να συλλάβουν τους φοιτητές. Λίγο αργότερα κατέβηκα και εγώ από το άρμα και μπήκα στον χώρο του Πολυτεχνείου. Δεν υπήρχε νεκρός. Θα μπορούσε όμως και να υπάρχουν νεκροί» .
«Αστυνομικοί κυνηγούσαν και χτυπούσαν τους φοιτητές όπου τους έβρισκαν. Αν δεν ήταν οι ΛΟΚατζήδες να τους σταματήσουν –θυμάμαι ότι πολλές φορές πιάστηκαν στα χέρια μαζί τους– δεν ξέρω και γω τι θα γινόταν».
«Στο προαύλιο του Πολυτεχνείου ήταν πολύ χτυπημένοι, θυμάμαι ότι είδα πολλούς τραυματίες, ενώ τρεις-τέσσερις ήταν σωριασμένοι κάτω, ακίνητοι. Δεν ξέρω αν ήταν νεκροί. Δεν κοίταξα να δω. Κάποια στιγμή ένας φοιτητής όρμησε κατά πάνω μου και μου είπε: “Τι κατάλαβες τώρα που μπήκες;”. Αφήνιασα. Έβγαλα το πιστόλι και προτάσσοντάς το γύρισα και του είπα ουρλιάζοντας: “Σκάσε ρε κωλόπαιδο, μη σε καθαρίσω”. Αυτός ο φοιτητής δεν ξέρει πόσο τυχερός στάθηκε εκείνη τη στιγμή… Αν έλεγε μια κουβέντα παραπάνω, θα τον σκότωνα! Τέτοιος ήμουν. Ένας φασίστας».
«Όπως περνούσαν οι φοιτητές, θυμάμαι ότι έριχναν μέσα στο τανκ πακέτα τσιγάρα και ό,τι προμήθειες είχαν μαζί τους. Όταν γυρίσαμε στο Γουδή, το άρμα έμοιαζε με περίπτερο. Όσο σκέφτομαι ότι οι φοιτητές μάς έδιναν σάντουιτς και τσιγάρα ύστερα απ’ όσα τους κάναμε… Δεν μπορώ να το συγχωρέσω αυτό το πράγμα στον εαυτό μου. Σκέφτομαι τι πήγα και έκανα...»
«Όταν γυρίσαμε στο στρατόπεδο, έγινα ήρωας. Οι στρατιωτικοί μού έδιναν συγχαρητήρια. Τότε αισθανόμουν ότι ήμουν κάποιος, ότι έκανα κάτι καλό, κάτι μεγάλο. Είχα γίνει ο ήρωας που διέλυσε τους εχθρούς της πατρίδας, τα “παλιοκουμμούνια”, όπως λέγαμε τότε τους φοιτητές. Αυτά μου έλεγαν, αυτά πίστευα. Ένιωθα περήφανος. Ήμουν και εγώ φασίστας».
«Ντρέπομαι γι’ αυτό που ήμουν, γι’ αυτό που έκανα. Στη θέση μου θα μπορούσε να βρεθεί ο καθένας, έφεδρος στρατιώτης ήμουν άλλωστε. Δεν με απαλλάσσει όμως αυτό. Μέχρι που μπήκα μέσα, πίστευα αυτό που έκανα. Στη συνέχεια έγινε ο εφιάλτης της ζωής μου».
στρατιώτη που είχε διαταχθεί να οδηγήσει το άρμα μέσα στο Πολυτεχνείο.
Τ’ όνομά του Α.Σκευοφύλαξ, αλλά μικρή σημασία έχει. Σημαντικές είναι οι αναμνήσεις ενός ανθρώπου, όπως τόλμησε να τις πει μία και μοναδική φορά σε συνέντευξή του στο Βήμα, στην επέτειο του 2003. Η Ιστορία πολλές φορές κάνει ανθρώπους απλούς, πρωταγωνιστές. Κάποιες φορές αρνητικούς πρωταγωνιστές. Όπως εκείνο το εικοσάχρονο παιδί στο άρμα μάχης. Που τότε όπως εξομολογήθηκε, πίστευε ότι έκανε το καθήκον του εναντίον των «εχθρών κομμουνιστών». Και μετά, όταν η τραγωδία πέρασε και έγινε πολίτης, ψήφισε δύο φορές ΚΚΕ!
Η διήγησή του για εκείνη τη νύχτα ήταν συγκλονιστική:
«Την ημέρα εκείνη ήμουν υπηρεσία. Στον στρατό είχα δέκα μήνες. Ήμουν ...εκπαιδευτής στο Κέντρο Τεθωρακισμένων, στο Γουδή. Τότε οι Μαυροσκούφηδες ήταν σώμα επιλέκτων. Πήγα εθελοντικά. Μόλις άρχισαν τα επεισόδια, μπήκαμε επιφυλακή. “Οι κομμουνιστές καίνε την Αθήνα”, μας έλεγαν και εμείς τους πιστεύαμε. Θυμάμαι στο στρατόπεδο κάποιοι είχαν ραδιοφωνάκια και ακούγαμε στα κρυφά τον σταθμό του Πολυτεχνείου. “Παλιοκουμμούνια, θα καλοπεράσετε!” λέγαμε.
Μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα της 16ης Νοεμβρίου, η ίλη μου πήρε εντολή να ετοιμαστεί για έξοδο. Αποφασίστηκε να βγουν πέντε δικά μας άρματα, κάτι γαλλικά AMX30. Εγώ ήμουν οδηγός στο πρώτο άρμα που βγήκε στον δρόμο. Στο ίδιο άρμα βρίσκονταν ο αξιωματικός Μιχάλης Γουνελάς ως επικεφαλής, ο ανθυπασπιστής Λάμπρος Κωνσταντέλλος ως οδηγός εδάφους, ο λοχίας Στέλιος Εμβαλωμένος και ο Γιάννης Τίρπας.
Στη 1.15 το πρωί της 17ης Νοεμβρίου φτάσαμε στη διασταύρωση των λεωφόρων Αλεξάνδρας και Κηφισίας. Λίγο αργότερα διασχίζαμε την Αλεξάνδρας, όταν στο ύψος του IKA, στη στάση Σόνια, σταματήσαμε γιατί ο δρόμος ήταν κλειστός. Υπήρχαν οδοφράγματα, φωτιές και ακινητοποιημένα λεωφορεία. Με διάφορες μανούβρες αριστερά δεξιά, μπρος πίσω, άνοιξα τον δρόμο και προχωρήσαμε», θυμάται ο κ. Σκευοφύλαξ. Ο δρόμος για τα τανκς ήταν ανοιχτός πλέον προς το Πολυτεχνείο. «Όταν φτάσαμε στη διασταύρωση της λεωφόρου Αλεξάνδρας και της οδού Πατησίων, μας έδωσαν εντολή να σταματήσουμε. Εκεί, στην Πλατεία Αιγύπτου, μείναμε περίπου μία ώρα. Ο κόσμος θυμάμαι ότι μας φώναζε “είμαστε αδέλφια, είμαστε αδέλφια”. Εγώ ήθελα να τους φάω. Τους έβλεπα σαν παράσιτα»!
Δύο το πρωί. «Φτάνοντας μπροστά στην πόρτα, έστριψα το άρμα προς το Πολυτεχνείο, με γυρισμένο το πυροβόλο προς τα πίσω. Θυμάμαι ότι σηκώθηκα από τη θέση μου και εγώ και το άλλο πλήρωμα. Δεκάδες φοιτητές κρέμονταν από τα κάγκελα, ενώ εκατοντάδες βρίσκονταν στον προαύλιο χώρο. Έδειχναν πανικόβλητοι Και εγώ, να σκεφτείς ότι τους έβλεπα σαν μαμούνια που ήθελα να τα φάω»!
Τρεις το πρωί. Τότε ήρθε ο οδηγός εδάφους του άρματος και μου λέει: “Θα μπούμε μέσα, θα ρίξουμε την πύλη. Ετοιμάσου!” Πήρα θέση και ξεκίνησα. Δεν έβλεπα πολλά πράγματα, δεν είχα καλό οπτικό πεδίο γιατί κοιτούσα πλέον από τη θυρίδα του άρματος. Δέκα εκατοστά πριν από την πόρτα, σταμάτησα. Σταμάτησα σκόπιμα. Αυτό φαίνεται στο βίντεο της εποχής. Στο φρενάρισμα, οι φοιτητές τρομαγμένοι έφυγαν προς τα πίσω. Αν έμπαινα με ταχύτητα, θα σκότωνα δεκάδες άτομα που εκείνη τη στιγμή ήταν κρεμασμένα στα κάγκελα. H καγκελόπορτα έπεσε αμέσως. Πίσω από τη σιδερένια πύλη ήταν σταθμευμένο το Μερσεντές το οποίο είχαν βάλει εκεί οι φοιτητές για να φράξουν την είσοδο. Το έκανα αλοιφή. H αριστερή ερπύστρια το έλιωσε. Με το που έπεσε η πύλη του Πολυτεχνείου εισέβαλαν οι αστυνομικοί για να συλλάβουν τους φοιτητές. Λίγο αργότερα κατέβηκα και εγώ από το άρμα και μπήκα στον χώρο του Πολυτεχνείου. Δεν υπήρχε νεκρός. Θα μπορούσε όμως και να υπάρχουν νεκροί» .
«Αστυνομικοί κυνηγούσαν και χτυπούσαν τους φοιτητές όπου τους έβρισκαν. Αν δεν ήταν οι ΛΟΚατζήδες να τους σταματήσουν –θυμάμαι ότι πολλές φορές πιάστηκαν στα χέρια μαζί τους– δεν ξέρω και γω τι θα γινόταν».
«Στο προαύλιο του Πολυτεχνείου ήταν πολύ χτυπημένοι, θυμάμαι ότι είδα πολλούς τραυματίες, ενώ τρεις-τέσσερις ήταν σωριασμένοι κάτω, ακίνητοι. Δεν ξέρω αν ήταν νεκροί. Δεν κοίταξα να δω. Κάποια στιγμή ένας φοιτητής όρμησε κατά πάνω μου και μου είπε: “Τι κατάλαβες τώρα που μπήκες;”. Αφήνιασα. Έβγαλα το πιστόλι και προτάσσοντάς το γύρισα και του είπα ουρλιάζοντας: “Σκάσε ρε κωλόπαιδο, μη σε καθαρίσω”. Αυτός ο φοιτητής δεν ξέρει πόσο τυχερός στάθηκε εκείνη τη στιγμή… Αν έλεγε μια κουβέντα παραπάνω, θα τον σκότωνα! Τέτοιος ήμουν. Ένας φασίστας».
«Όπως περνούσαν οι φοιτητές, θυμάμαι ότι έριχναν μέσα στο τανκ πακέτα τσιγάρα και ό,τι προμήθειες είχαν μαζί τους. Όταν γυρίσαμε στο Γουδή, το άρμα έμοιαζε με περίπτερο. Όσο σκέφτομαι ότι οι φοιτητές μάς έδιναν σάντουιτς και τσιγάρα ύστερα απ’ όσα τους κάναμε… Δεν μπορώ να το συγχωρέσω αυτό το πράγμα στον εαυτό μου. Σκέφτομαι τι πήγα και έκανα...»
«Όταν γυρίσαμε στο στρατόπεδο, έγινα ήρωας. Οι στρατιωτικοί μού έδιναν συγχαρητήρια. Τότε αισθανόμουν ότι ήμουν κάποιος, ότι έκανα κάτι καλό, κάτι μεγάλο. Είχα γίνει ο ήρωας που διέλυσε τους εχθρούς της πατρίδας, τα “παλιοκουμμούνια”, όπως λέγαμε τότε τους φοιτητές. Αυτά μου έλεγαν, αυτά πίστευα. Ένιωθα περήφανος. Ήμουν και εγώ φασίστας».
«Ντρέπομαι γι’ αυτό που ήμουν, γι’ αυτό που έκανα. Στη θέση μου θα μπορούσε να βρεθεί ο καθένας, έφεδρος στρατιώτης ήμουν άλλωστε. Δεν με απαλλάσσει όμως αυτό. Μέχρι που μπήκα μέσα, πίστευα αυτό που έκανα. Στη συνέχεια έγινε ο εφιάλτης της ζωής μου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου